πυριδρακοντόζωνος

πυριδρακοντόζωνος
-ον, Α
ζωσμένος με πύρινους δράκοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + δράκων, -οντος + ζώνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυριδρακοντόζωνε — πυριδρακοντόζωνος girt with fiery serpents masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”